- φαρμακοδόχος
- η пузырёк для лекарства
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαρμακοδόχος — η, Ν αγγείο ή δοχείο φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Χ. Παμπούκη] … Dictionary of Greek
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek